-
1 δημόσιοι
δημόσιοςbelonging to the people: masc nom /voc pl -
2 θησαυρός
θησαυρός, ὁ,A store, treasure, Ar.Av. 599, etc.; θ. χθονός, of the silvermines of Laureion, A.Pers. 238 (troch.);θ. εὑρεῖν Arist.Pol. 1303b35
; ἄνθρακες ὁ θ., prov., 'apples of Sodom', freq. in Luc.Zeux.2, al.;σποδὸς οἱ θ. γενήσονται Alciphr.2.3.13
: metaph.,θ. γλώσσης φειδωλῆς Hes.Op. 719
;θ. ὕμνων Pi.P.6.8
; , cf. Hp. Lex; κόμας.., ἱκτήριον θ. S.Aj. 1175; Διὸς θ., of a tomb marking the fall of a thunderbolt, E.Supp. 1010; οἰωνοῖς γλυκὺν θ., of a dead body, S.Ant. 30; of learning,θ., οὓς κατέλιπον ἐν βιβλίοις X.Mem.1.6.14
; σοφίας θ. Pl.Phlb. 15e, Ep.Col.2.3;χρημάτων καὶ τιμῶν Pl.Mx. 247b
;καλὸς θ. παρ' ἀνδρὶ σπουδαίῳ χάρις Isoc.1.29
;ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θ. τῆς καρδίας Ev.Luc.6.45
.II strong-room, magazine, Hdt.2.150, SIG419.17 (Delph., iii B.C.), LXXDe.32.34, etc.; esp. of the treasuries built at Delphi by Greek cities, SIG8 (vi B.C.), Hdt.1.14, al., X.An.5.3.5, Str.4.1.13, etc.; vaults of a bank, PLips. 62ii 14 (iv A.D.).2 granary, PCair.Zen.232.4 (iii B.C.), Wilcken Chr.385.27 (iii B.C.), 192 (i A.D.), etc.; οἱ δημόσιοι θ. PRyl.90.9 (iii A.D.), cf. POxy.2119.3 (iii A.D.).3 receptacle for valuables, safe, casket, Hdt.7.190, 9.106, Ev.Matt.2.11; θ. βελέεσσιν, of a quiver, A.Pers. 1022 (lyr.).4 offertory-box (for its form, v. IG9(2).590), IG7.235.23 (Oropus, iv B.C.), 12(3).443 (Thera, iii B.C.), Jahrb.16.162 note 13 (Rhodes, iii B.C.), Schwyzer89 (Argos, iii B.C.), SIG1015.30 (Halic.), PTeb.6.27 (ii B.C.), IG5(1).1390.89 (Andania, i B.C.); σπονδεῖον ἢ θ. coin-in-the-slot machine which sold holy water, Hero Spir.1.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θησαυρός
См. также в других словарях:
δημόσιοι — δημόσιος belonging to the people masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημόσιος λειτουργός — Κάθε πρόσωπο που συνεργάζεται συστηματικά για τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, είτε είναι δημόσιος υπάλληλος είτε όχι, όπως, για παράδειγμα, οι στρατιώτες, οι ένορκοι, οι δικηγόροι, οι ιδιώτες μέλη επιτροπών, συμβουλίων, εθελοντές ή τιμητικά … Dictionary of Greek
ραβδούχος — Για τους αρχαίους Έλληνες ρ. ήταν αυτός που κρατούσε τη ράβδο ως ένδειξη αξιώματος, δηλαδή ως κριτής ή ένας από τους πέντε, που επέβλεπαν την τήρηση της τάξης στο θέατρο καθώς και στους αγώνες. Οι «αλύται» της Ολυμπίας ονομάζονταν ρ. (Θουκ. 5,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
РАБСТВО — • Δου̃λος, δουλοσύνή, Состояние личной неволи у греков было разнообразно как по своим причинам, так и по своим проявлениям. Так, мы встречаем во многих греческих государствах состояние неволи, соответствовавшее по своим проявлениям и… … Реальный словарь классических древностей
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Рабство — Содержание: Источники рабства. Рабство у современных дикарей и варваров. Рабство у арийцев и в Индии. Рабство в Китае. Рабство в Египте. Рабство в Ассиро Вавилонии. Рабство у евреев. Рабство в Мидии и Персии. Рабство в Греции. Рабство в Риме.… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ДОХОДЫ ГОСУДАРСТВА — • Πρόσοδοι. I. Государственное хозяйство у афинян. Составление ежегодного бюджета с предварительной росписью расходов и Д., как это делается в современных государствах, вероятно, не было в обычае ни в Афинах, ни в других греческих … Реальный словарь классических древностей
КАРЦЕР, ТЮРЬМА — •Carcer, δεσμοτήριον, I. Тюремное заключение практиковалось в Афинах уже с древних времен за неплатеж долга в определенный срок. Многие афинские граждане лишались таким образом чести и… … Реальный словарь классических древностей